- αυθεντικός
- authentique
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αυθεντικός — ή, ό (AM αὐθεντικός, ή, όν) [αυθέντης] 1. έγκυρος, γνήσιος 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αυθέντη, τον άρχοντα μσν. νεοελλ. 1. εξαιρετικός 2. εκείνος που ανήκει στην κρατική εξουσία, δημόσιος νεοελλ. πρωτότυπος … Dictionary of Greek
αὐθεντικός — αὐθεντίζω take in hand perf part act neut nom/voc/acc sg αὐθεντικός principal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυθεντικός — ή, ό 1.αυτός που λέγεται ή γίνεται με κύρος, ο αναμφισβήτητος: Η πληροφορία που είχαμε είναι αυθεντική. 2. γνήσιος, πραγματικός: Η χειρόγραφη διαθήκη του Α είναι αυθεντική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐθεντικά — αὐθεντικός principal neut nom/voc/acc pl αὐθεντικά̱ , αὐθεντικός principal fem nom/voc/acc dual αὐθεντικά̱ , αὐθεντικός principal fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθεντικώτερον — αὐθεντικός principal adverbial comp αὐθεντικός principal masc acc comp sg αὐθεντικός principal neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθεντικῶν — αὐθεντικός principal fem gen pl αὐθεντικός principal masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθεντικόν — αὐθεντικός principal masc acc sg αὐθεντικός principal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθεντικαῖς — αὐθεντικός principal fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθεντικοῖς — αὐθεντικός principal masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθεντικοί — αὐθεντικός principal masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθεντικοῦ — αὐθεντικός principal masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)